ιησουιτισμός

ιησουιτισμός
çizvitlik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιησουιτισμός — ο 1. η διδασκαλία και γενικά το πνεύμα τών ιησουιτών 2. υποκρισία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. jesuitism < jesuit (βλ. ιησουίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδαμάντιο Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • ιησουιτισμός — ο 1. διδασκαλία των ιησουιτών: Βασική αρχή του ιησουιτισμού ήταν ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. 2. μτφ., υποκρισία, ψευτοευλάβεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”